Δείτε επίσης: ἀδιαμέριστος, αδιαμοίραστος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιαμέριστος η αδιαμέριστη το αδιαμέριστο
      γενική του αδιαμέριστου της αδιαμέριστης του αδιαμέριστου
    αιτιατική τον αδιαμέριστο την αδιαμέριστη το αδιαμέριστο
     κλητική αδιαμέριστε αδιαμέριστη αδιαμέριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιαμέριστοι οι αδιαμέριστες τα αδιαμέριστα
      γενική των αδιαμέριστων των αδιαμέριστων των αδιαμέριστων
    αιτιατική τους αδιαμέριστους τις αδιαμέριστες τα αδιαμέριστα
     κλητική αδιαμέριστοι αδιαμέριστες αδιαμέριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιαμέριστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιαμέριστος[1] < ἀ- + αρχαία ελληνική διαμερίζω < διά + μερίζω < μέρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mer-. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + (διαμερίζω) διαμερισ- + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ði̯aˈme.ɾi.stos/ & /a.ðʝaˈme.ɾi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δι‐α‐μέ‐ρι‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

αδιαμέριστος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαμερίζω και μέρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία