οροφοδιαμέρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οροφοδιαμέρισμα < όροφος + διαμέρισμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
οροφοδιαμέρισμα ουδέτερο
- διαμέρισμα πολυκατοικίας που καταλαμβάνει την έκταση ενός ολόκληρου ορόφου
Μεταφράσεις επεξεργασία
οροφοδιαμέρισμα
|