intersect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | intersect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | intersects |
αόριστος | intersected |
παθητική μετοχή | intersected |
ενεργητική μετοχή | intersecting |
Ρήμα
επεξεργασίαintersect (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τέμνω
- ⮡ The two lines intersect at point X.
- Οι δυο γραμμές τέμνονται στο σημείο Χ.
- ⮡ The two lines intersect at point X.