Ετυμολογία

επεξεργασία
make a difference < → δείτε τις λέξεις make, a και difference

  Έκφραση

επεξεργασία

make a difference (en)

  • (ιδιωματισμός) έχει/έχει κάποια/δεν έχει καθόλου/έχει πολύ σημασία
    ⮡  It makes a difference/makes some difference if he comes or not.
    Έχει σημασία/Έχει κάποια σημασία αν έλθει ή όχι.
    ⮡  It makes no difference if he comes or not.
    Δεν έχει καμιά/καθόλου σημασία αν έλθει ή όχι.
    ⮡  It makes a huge/great difference if he comes or not.
    Έχει πολύ σημασία αν έλθει ή όχι.