Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

συνεταιρισμοί

  1. συνεταιρισμός, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. συνεταιρισμός, στην κλητική του πληθυντικού