Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

συνεταιρισμό

  1. συνεταιρισμός, στην αιτιατική του ενικού

συνεταιρισμό, ουδέτερο του συνεταιρισμός

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού