Δείτε επίσης: συνεταιριστικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεταιρικός η συνεταιρική το συνεταιρικό
      γενική του συνεταιρικού της συνεταιρικής του συνεταιρικού
    αιτιατική τον συνεταιρικό τη συνεταιρική το συνεταιρικό
     κλητική συνεταιρικέ συνεταιρική συνεταιρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεταιρικοί οι συνεταιρικές τα συνεταιρικά
      γενική των συνεταιρικών των συνεταιρικών των συνεταιρικών
    αιτιατική τους συνεταιρικούς τις συνεταιρικές τα συνεταιρικά
     κλητική συνεταιρικοί συνεταιρικές συνεταιρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεταιρικός < συνεταίρος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

συνεταιρικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με συνεταίρο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που πραγματοποιείται από άτομα που συνεργάζονται

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία