συνεταιριστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεταιριστικός (μαρτυρείται από το 1894)[1] < (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική coopératif). Μορφολογικά αναλύεται σε συνεταιρ(ισμός) + -ιστικός.
Επίθετο
επεξεργασίασυνεταιριστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με έναν συνεταιρισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συνεταιρίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεταιριστικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 960, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- συνεταιριστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνεταιριστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)