↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεταιριστικός η συνεταιριστική το συνεταιριστικό
      γενική του συνεταιριστικού της συνεταιριστικής του συνεταιριστικού
    αιτιατική τον συνεταιριστικό τη συνεταιριστική το συνεταιριστικό
     κλητική συνεταιριστικέ συνεταιριστική συνεταιριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεταιριστικοί οι συνεταιριστικές τα συνεταιριστικά
      γενική των συνεταιριστικών των συνεταιριστικών των συνεταιριστικών
    αιτιατική τους συνεταιριστικούς τις συνεταιριστικές τα συνεταιριστικά
     κλητική συνεταιριστικοί συνεταιριστικές συνεταιριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεταιριστικός (μαρτυρείται από το 1894)[1] < (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική coopératif). Μορφολογικά αναλύεται σε συνεταιρ(ισμός) + -ιστικός.

  Επίθετο

επεξεργασία

συνεταιριστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 960, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου