συνεταιρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεταιρίζομαι < συνέταιρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ne.teˈɾi.zo.me/
Ρήμα
επεξεργασίασυνεταιρίζομαι
- δημιουργώ μαζί με άλλους συνεταίρους μια κοινή επιχείρηση
Συγγενικά
επεξεργασία- συνεταιρικός
- συνεταιρικά, συνεταιρικώς (επίρρημα)
- συνεταιρισμός
- συνεταιριστής
- συνεταιριστικός
- συνέταιρος, συνεταίρος
- συνεταιράκι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνεταιρίζομαι | συνεταιριζόμουν(α) | θα συνεταιρίζομαι | να συνεταιρίζομαι | συνεταιριζόμενος | |
β' ενικ. | συνεταιρίζεσαι | συνεταιριζόσουν(α) | θα συνεταιρίζεσαι | να συνεταιρίζεσαι | (συνεταιρίζου) | |
γ' ενικ. | συνεταιρίζεται | συνεταιριζόταν(ε) | θα συνεταιρίζεται | να συνεταιρίζεται | ||
α' πληθ. | συνεταιριζόμαστε | συνεταιριζόμαστε συνεταιριζόμασταν |
θα συνεταιριζόμαστε | να συνεταιριζόμαστε | ||
β' πληθ. | συνεταιρίζεστε | συνεταιριζόσαστε συνεταιριζόσασταν |
θα συνεταιρίζεστε | να συνεταιρίζεστε | (συνεταιρίζεστε) | |
γ' πληθ. | συνεταιρίζονται | συνεταιρίζονταν συνεταιριζόντουσαν |
θα συνεταιρίζονται | να συνεταιρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνεταιρίστηκα | θα συνεταιριστώ | να συνεταιριστώ | συνεταιριστεί | ||
β' ενικ. | συνεταιρίστηκες | θα συνεταιριστείς | να συνεταιριστείς | συνεταιρίσου | ||
γ' ενικ. | συνεταιρίστηκε | θα συνεταιριστεί | να συνεταιριστεί | |||
α' πληθ. | συνεταιριστήκαμε | θα συνεταιριστούμε | να συνεταιριστούμε | |||
β' πληθ. | συνεταιριστήκατε | θα συνεταιριστείτε | να συνεταιριστείτε | συνεταιριστείτε | ||
γ' πληθ. | συνεταιρίστηκαν συνεταιριστήκαν(ε) |
θα συνεταιριστούν(ε) | να συνεταιριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνεταιριστεί | είχα συνεταιριστεί | θα έχω συνεταιριστεί | να έχω συνεταιριστεί | συνεταιρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συνεταιριστεί | είχες συνεταιριστεί | θα έχεις συνεταιριστεί | να έχεις συνεταιριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνεταιριστεί | είχε συνεταιριστεί | θα έχει συνεταιριστεί | να έχει συνεταιριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνεταιριστεί | είχαμε συνεταιριστεί | θα έχουμε συνεταιριστεί | να έχουμε συνεταιριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνεταιριστεί | είχατε συνεταιριστεί | θα έχετε συνεταιριστεί | να έχετε συνεταιριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνεταιριστεί | είχαν συνεταιριστεί | θα έχουν συνεταιριστεί | να έχουν συνεταιριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συνεταιρισμένος - είμαστε, είστε, είναι συνεταιρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συνεταιρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συνεταιρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συνεταιρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συνεταιρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συνεταιρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συνεταιρισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεταιρίζομαι