συνεταιρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνεταιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνεταιρίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
συνεταιρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συνεταιρίζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνεταιρισμένος
|