συνεταιρικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεταιρικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συνεταιρικῶς (μαρτυρείται από το 1863).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε συνεταιρικ(ός) + -ώς
Επίρρημα
επεξεργασίασυνεταιρικώς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 960, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ συνεταιρικός & -ώς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)