συνεταιριστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεταιριστής < συνεταιρ(ισμός) + -ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεταιριστής αρσενικό (θηλυκό συνεταιρίστρια)
- που είναι μέλος ενός συνεταιρισμού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συνεταιρίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεταιριστής
|
Πηγές
επεξεργασία- συνεταιριστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνεταιριστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)