↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνεταιριστής οι συνεταιριστές
      γενική του συνεταιριστή των συνεταιριστών
    αιτιατική τον συνεταιριστή τους συνεταιριστές
     κλητική συνεταιριστή συνεταιριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεταιριστής < συνεταιρ(ισμός) + -ιστής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνεταιριστής αρσενικό (θηλυκό συνεταιρίστρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία