συνεταιράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συνεταιράκι | τα | συνεταιράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | συνεταιράκι | τα | συνεταιράκια |
κλητική | συνεταιράκι | συνεταιράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνεταιράκι < συνέταιρος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεταιράκι ουδέτερο
- (οικείο) ο συνέταιρος
- είμαστε τόσα χρόνια συνεταιράκια και λέω να σε κάνω κουμπάρο μου
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεταιράκι
|