Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό coopératif coopératifs
θηλυκό coopérative coopératives

coopératif (fr) αρσενικό

  1. συνεταιριστικός
    Le système coopératif. Το συνεταιριστικό σύστημα.
    Une société coopérative. Μια συνεταιριστική οικονομία.
  2. (από την αγγλική) συνεργάσιμος, συνεργατικός
    Le cambrioleur que la police a arrêté s'est montré très coopératif. Ο διαρρήκτης που η αστυνομία συνέλαβε αποδείχτηκε πολύ συνεργάσιμος.

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  coopérer