associé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | associé | associés |
θηλυκό | associée | associées |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαassocié (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαassocié (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη associer
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | associé | associés |
θηλυκό | associée | associées |
associé (fr) αρσενικό
associé (fr)