Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός uninvolved
συγκριτικός more uninvolved
υπερθετικός most uninvolved

  Ετυμολογία επεξεργασία

uninvolved < un- + involved

  Επίθετο επεξεργασία

uninvolved (en)

  • αμέτοχος
    He remained uninvolved with the politics/in the discussion.
    Παρέμεινε αμέτοχος στα πολιτικά/στη συζήτηση.

  Πηγές επεξεργασία