uninvolved
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | uninvolved |
συγκριτικός | more uninvolved |
υπερθετικός | most uninvolved |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαuninvolved (en)
- αμέτοχος
- ⮡ He remained uninvolved with the politics/in the discussion.
- Παρέμεινε αμέτοχος στα πολιτικά/στη συζήτηση.
- ⮡ He remained uninvolved with the politics/in the discussion.
Πηγές
επεξεργασία- uninvolved - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 38. ISBN 9780194325684., λήμμα: αμέτοχος