τηλεθεατής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τηλεθεατής < τηλε- + θεατής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική téléspectateur) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.le.θe.aˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐θε‐α‐τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
τηλεθεατής αρσενικό (θηλυκό τηλεθεάτρια)
- αυτός που παρακολουθεί τηλεοπτικά προγράμματα
Συγγενικά επεξεργασία
- τηλεθεαματικότητα
- τηλεθέαση
- τηλεθεάτρια
- → δείτε τις λέξεις τηλε- και θεατής
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τηλεθεατής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας