Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τηλεθεατής οι τηλεθεατές
      γενική του τηλεθεατή των τηλεθεατών
    αιτιατική τον τηλεθεατή τους τηλεθεατές
     κλητική τηλεθεατή τηλεθεατές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεθεατής < τηλε- + θεατής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική téléspectateur) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.le.θe.aˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐θε‐α‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεθεατής αρσενικό (θηλυκό τηλεθεάτρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία