θεάτρια
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θεάτρια | οι | θεάτριες |
γενική | της | θεάτριας | των | θεατριών |
αιτιατική | τη | θεάτρια | τις | θεάτριες |
κλητική | θεάτρια | θεάτριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θεάτρια < ελληνιστική κοινή θεάτρια < αρχαία ελληνική θεατής
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /θeˈa.tri.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ά‐τρι‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θεάτρια θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θεάτρια
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θεάτριᾰ | αἱ | θεάτριαι |
γενική | τῆς | θεατρίᾱς | τῶν | θεατριῶν |
δοτική | τῇ | θεατρίᾳ | ταῖς | θεατρίαις |
αιτιατική | τὴν | θεάτριᾰν | τὰς | θεατρίᾱς |
κλητική ὦ! | θεάτριᾰ | θεάτριαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεατρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θεατρίαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θεάτρια θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) θηλυκό του θεατής
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «θεάτρια» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.