Zuschauer
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Zuschauer | die | Zuschauer |
γενική | des | Zuschauers | der | Zuschauer |
δοτική | dem | Zuschauer | den | Zuschauern |
αιτιατική | den | Zuschauer | die | Zuschauer |
Zuschauer (de) αρσενικό (θηλυκό Zuschauerin)