↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδαράκι τα ποδαράκια
      γενική
    αιτιατική το ποδαράκι τα ποδαράκια
     κλητική ποδαράκι ποδαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδαράκι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδαράκι ουδέτερο

  1. μικρό πόδι
    ※  Πότε ήτανε που σήκωνες το χεράκι σου στα ύψη τα δυσθεώρητα για να συναντήσεις το δικό μου; Πότε που χτύπαγες με πείσμα το ποδαράκι σου κι εγώ έβαζα τα γέλια; Φτάσε πρώτα το ένα μέτρο μπόι και μετά να μου κάνεις εμένα ταρζανιές (Έλενα Ακρίτα, Χτυποκάρδια στο κρανίο, εκδ. Καστανιώτη, 2011)
  2. δημοτικός χορός Θράκης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία