↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταλιατέλα οι ταλιατέλες
      γενική της ταλιατέλας των ταλιατέλων
    αιτιατική την ταλιατέλα τις ταλιατέλες
     κλητική ταλιατέλα ταλιατέλες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ωμές ταλιατέλες.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταλιατέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tagliatella ή στον πληθυντικό tagliatelle (ταλιατέλες) → και δείτε τη λέξη tagliare (κόβω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.ʎaˈte.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐λια‐τέ‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταλιατέλα θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία