ταλιατέλες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ταλιατέλες ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταλιατέλα
- (γαστρονομία): πιάτο φαγητού χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος που τα συνοδεύουν.