Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ταλιατέλες με σάλτσα και τριμμένο τυρί

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ταλιατέλες ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταλιατέλα
  2. (γαστρονομία): πιάτο φαγητού χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος που τα συνοδεύουν.