Ετυμολογία

επεξεργασία
ταλιαρίζω: (άμεσο δάνειο) ιταλική tagliar(e) (κόβω) + -ίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.ʎaˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐λια‐ρί‐ζω

ταλιαρίζω

  1. κόβω, κομματιάζω, τεμαχίζω [1] [2]
  2. (ειδικότερα) κόβω τα μικρά κλαδιά και φύλλα από μεγάλο κλαδί ή λεπτό κορμό δέντρου (αρχικά μόνο του ελαιόδεντρου) για να το χρησιμοποιήσω ως καυσόξυλο ή οτιδήποτε άλλο
    σημείωση: ιδιωματική λέξη των Μεγάρων Αττικής (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
     συνώνυμα: κλαδεύω
  3. (ιδιωματικό, μεταφορικά) [3]
    1. κουράζω
    2. (αμετάβατο) νυστάζω, είμαι κομμένος απ' την κούραση ή η νύστα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τάλια και τάγια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
    ταλιαρίζω (ιταλ.) δημ.[οτική] τέμνω, τύπτω, αἰκίζω
  3. «Παλιές λιμνιώτικες λέξεις και φράσεις», @sarantakos 2012.03.30, πρόσβαση:2023.04.27.