κλαδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλαδεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κλαδεύω
Ρήμα
επεξεργασίακλαδεύω, αόρ.: κλάδεψα, παθ.φωνή: κλαδεύομαι, π.αόρ.: κλαδεύτηκα, μτχ.π.π.: κλαδεμένος
- (βοτανική) κόβω τα κλαδιά από κάποιο φυτό για καλλωπισμό ή για να βοηθήσω την ανάπτυξή του
- (μεταφορικά) (αθλητισμός) κλοτσάω βίαια τα πόδια αντίπαλου παίκτη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλαδί
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλαδεύω | κλάδευα | θα κλαδεύω | να κλαδεύω | κλαδεύοντας | |
β' ενικ. | κλαδεύεις | κλάδευες | θα κλαδεύεις | να κλαδεύεις | κλάδευε | |
γ' ενικ. | κλαδεύει | κλάδευε | θα κλαδεύει | να κλαδεύει | ||
α' πληθ. | κλαδεύουμε | κλαδεύαμε | θα κλαδεύουμε | να κλαδεύουμε | ||
β' πληθ. | κλαδεύετε | κλαδεύατε | θα κλαδεύετε | να κλαδεύετε | κλαδεύετε | |
γ' πληθ. | κλαδεύουν(ε) | κλάδευαν κλαδεύαν(ε) |
θα κλαδεύουν(ε) | να κλαδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλάδεψα | θα κλαδέψω | να κλαδέψω | κλαδέψει | ||
β' ενικ. | κλάδεψες | θα κλαδέψεις | να κλαδέψεις | κλάδεψε | ||
γ' ενικ. | κλάδεψε | θα κλαδέψει | να κλαδέψει | |||
α' πληθ. | κλαδέψαμε | θα κλαδέψουμε | να κλαδέψουμε | |||
β' πληθ. | κλαδέψατε | θα κλαδέψετε | να κλαδέψετε | κλαδέψτε | ||
γ' πληθ. | κλάδεψαν κλαδέψαν(ε) |
θα κλαδέψουν(ε) | να κλαδέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλαδέψει | είχα κλαδέψει | θα έχω κλαδέψει | να έχω κλαδέψει | ||
β' ενικ. | έχεις κλαδέψει | είχες κλαδέψει | θα έχεις κλαδέψει | να έχεις κλαδέψει | έχε κλαδεμένο | |
γ' ενικ. | έχει κλαδέψει | είχε κλαδέψει | θα έχει κλαδέψει | να έχει κλαδέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλαδέψει | είχαμε κλαδέψει | θα έχουμε κλαδέψει | να έχουμε κλαδέψει | ||
β' πληθ. | έχετε κλαδέψει | είχατε κλαδέψει | θα έχετε κλαδέψει | να έχετε κλαδέψει | έχετε κλαδεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κλαδέψει | είχαν κλαδέψει | θα έχουν κλαδέψει | να έχουν κλαδέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κλαδεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κλαδεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κλαδεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κλαδεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλαδεύομαι | κλαδευόμουν(α) | θα κλαδεύομαι | να κλαδεύομαι | ||
β' ενικ. | κλαδεύεσαι | κλαδευόσουν(α) | θα κλαδεύεσαι | να κλαδεύεσαι | ||
γ' ενικ. | κλαδεύεται | κλαδευόταν(ε) | θα κλαδεύεται | να κλαδεύεται | ||
α' πληθ. | κλαδευόμαστε | κλαδευόμαστε κλαδευόμασταν |
θα κλαδευόμαστε | να κλαδευόμαστε | ||
β' πληθ. | κλαδεύεστε | κλαδευόσαστε κλαδευόσασταν |
θα κλαδεύεστε | να κλαδεύεστε | (κλαδεύεστε) | |
γ' πληθ. | κλαδεύονται | κλαδεύονταν κλαδευόντουσαν |
θα κλαδεύονται | να κλαδεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλαδεύτηκα | θα κλαδευτώ | να κλαδευτώ | κλαδευτεί | ||
β' ενικ. | κλαδεύτηκες | θα κλαδευτείς | να κλαδευτείς | κλαδέψου | ||
γ' ενικ. | κλαδεύτηκε | θα κλαδευτεί | να κλαδευτεί | |||
α' πληθ. | κλαδευτήκαμε | θα κλαδευτούμε | να κλαδευτούμε | |||
β' πληθ. | κλαδευτήκατε | θα κλαδευτείτε | να κλαδευτείτε | κλαδευτείτε | ||
γ' πληθ. | κλαδεύτηκαν κλαδευτήκαν(ε) |
θα κλαδευτούν(ε) | να κλαδευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κλαδευτεί | είχα κλαδευτεί | θα έχω κλαδευτεί | να έχω κλαδευτεί | κλαδεμένος | |
β' ενικ. | έχεις κλαδευτεί | είχες κλαδευτεί | θα έχεις κλαδευτεί | να έχεις κλαδευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κλαδευτεί | είχε κλαδευτεί | θα έχει κλαδευτεί | να έχει κλαδευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κλαδευτεί | είχαμε κλαδευτεί | θα έχουμε κλαδευτεί | να έχουμε κλαδευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κλαδευτεί | είχατε κλαδευτεί | θα έχετε κλαδευτεί | να έχετε κλαδευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κλαδευτεί | είχαν κλαδευτεί | θα έχουν κλαδευτεί | να έχουν κλαδευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κλαδεμένος - είμαστε, είστε, είναι κλαδεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κλαδεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κλαδεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κλαδεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κλαδεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κλαδεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κλαδεμένοι |