κλαδεύοντας τα αμπέλια

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλαδεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κλαδεύω

κλαδεύω, αόρ.: κλάδεψα, παθ.φωνή: κλαδεύομαι, π.αόρ.: κλαδεύτηκα, μτχ.π.π.: κλαδεμένος

  1. (βοτανική) κόβω τα κλαδιά από κάποιο φυτό για καλλωπισμό ή για να βοηθήσω την ανάπτυξή του
  2. (μεταφορικά) (αθλητισμός) κλοτσάω βίαια τα πόδια αντίπαλου παίκτη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία