prune
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαprune (en)
Ρήμα
επεξεργασίαprune (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαprune (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prune | prunes |
prune (fr) θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
prune | prune |
prune (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- με χρώμα δαμάσκηνου