Δείτε επίσης: Prune

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prune prunes

prune (fr) θηλυκό

  1. (φρούτο) το δαμάσκηνο, το κορόμηλο,
  2. (οικείο) το πρόστιμο
ενικός πληθυντικός
prune prune

prune (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο