κορόμηλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κορόμηλο | τα | κορόμηλα |
γενική | του | κορόμηλου | των | κορόμηλων |
αιτιατική | το | κορόμηλο | τα | κορόμηλα |
κλητική | κορόμηλο | κορόμηλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορόμηλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορόμηλον < αβέβαιης ετυμολογίας + αρχαία ελληνική μῆλον. Πιθανόν *καρυόμηλον. Κατ' άλλη άποψη, *ὀρόμηλον < (ὄρος + μῆλον, αγριόμηλο) με επίδραση του αρχαίου συνωνύμου κοκκύμηλον[1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορόμηλο ουδέτερο
- (φρούτο) ο καρπός της κορομηλιάς· πρόκειται για μικρό σαρκώδες σφαιρίδιο πράσινου (όταν είναι άγουρο) και κοκκινωπού (όταν ωριμάζει) χρώματος με κουκούτσι στη μέση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κορόμηλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.