Δείτε επίσης: Κορομηλιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορομηλιά οι κορομηλιές
      γενική της κορομηλιάς των κορομηλιών
    αιτιατική την κορομηλιά τις κορομηλιές
     κλητική κορομηλιά κορομηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κλαδί της κορομηλιάς την άνοιξη

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορομηλιά < κορόμηλ(ο) + -ιά[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.ɾo.miˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ρο‐μη‐λιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορομηλιά θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία