Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζάνερο τα τζάνερα
      γενική του τζάνερου των τζάνερων
    αιτιατική το τζάνερο τα τζάνερα
     κλητική τζάνερο τζάνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τζάνερα

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζάνερο < υπάρχουν τρεις εκδοχές:
  1. > τζανερίκι (διαλεκτικό) < τουρκική caneriği + erik (κορόμηλο της ψυχής)[1]
  2. > τζανερίκι < τζαρνίκι, τζιρνίκι (διαλεκτικά) < σλαβικής προέλευσης čĭrnik [2]
    όπου έγινε επανανάλυση, όπου το -ίκι θεωρήθηκε υποκοριστικό επίθημα
  3. > διά + νερό [3]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈd͡za.ne.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζά‐νε‐ρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζάνερο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. τζάνερο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Κατά τον Μένο Φιλήντα.