ερίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ερίκι | τα | ερίκια |
γενική | του | ερικιού | των | ερικιών |
αιτιατική | το | ερίκι | τα | ερίκια |
κλητική | ερίκι | ερίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική erik + -ι
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερίκι ουδέτερο (ιδιωματικό)
- (Πολίτικη διάλεκτος, φρούτο) φρούτο με λείο φλοιό και χυμώδη καρπό