βυσσινί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.siˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυσ‐σι‐νί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβυσσινί ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βυσσινί
|
Επίθετο
επεξεργασίαβυσσινί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του βυσσινής για όλα τα γένη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βύσσινο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβυσσινί