βύσσινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βύσσινο | τα | βύσσινα |
γενική | του | βύσσινου | των | βύσσινων |
αιτιατική | το | βύσσινο | τα | βύσσινα |
κλητική | βύσσινο | βύσσινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βύσσινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αρχαία ελληνική βύσσινος < βύσσος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβύσσινο ουδέτερο
- (φρούτο) ο μικρός σφαιρικός καρπός του δέντρου της βυσσινιάς (Prunus cerasus)
- (γλυκό) είδος γλυκού που παρασκευάζεται από βύσσινα
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- να λείπει το βύσσινο: έκφραση που δηλώνει πως δεν αποδεχόμαστε μια πρόταση που μας γίνεται, γιατί την θεωρούμε ασύμφορη