Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βυσσινάδα οι βυσσινάδες
      γενική της βυσσινάδας των βυσσινάδων
    αιτιατική τη βυσσινάδα τις βυσσινάδες
     κλητική βυσσινάδα βυσσινάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βυσσινάδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυσσινάδα < βύσσιν(ο) + -άδα [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βυσσινάδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία