βυσσινόκηπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βυσσινόκηπος αρσενικό
- κτήμα που περιλαμβάνει έκταση με βυσσινιές και κήπο
- Και αυτό όχι μονάχα επειδή η γη της στέπας και ο ουρανός της ή ο πελώριος, ολάνθιστος βυσσινόκηπος, η εξοχή και η ύπαιθρος όπου διαδραματίζονται καθημερινές σκηνές από τη ζωή των γαιοκτημόνων την ώρα της πτώσης τους, συγκροτούν ένα φυσικό περιβάλλον που χαρακτηρίζει την τσεχοφική πρόζα και δραματουργία, αλλά και γιατί ένα τοπίο όπως αυτό της λίμνης με τον σκοτωμένο γλάρο γίνεται λογοτεχνικό θέμα από τον ίδιο τον Τριγκόριν και σύμβολο για τη μοίρα της Νίνας στον «Γλάρο». (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Βυσσινόκηπος στη Βικιπαίδεια (για το ομώνυμο θεατρικό έργο τού Αντόν Τσέχωφ)
- αμπελόκηπος