Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλαδεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλαδεμέν
ος
η
κλαδεμέν
η
το
κλαδεμέν
ο
γενική
του
κλαδεμέν
ου
της
κλαδεμέν
ης
του
κλαδεμέν
ου
αιτιατική
τον
κλαδεμέν
ο
την
κλαδεμέν
η
το
κλαδεμέν
ο
κλητική
κλαδεμέν
ε
κλαδεμέν
η
κλαδεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλαδεμέν
οι
οι
κλαδεμέν
ες
τα
κλαδεμέν
α
γενική
των
κλαδεμέν
ων
των
κλαδεμέν
ων
των
κλαδεμέν
ων
αιτιατική
τους
κλαδεμέν
ους
τις
κλαδεμέν
ες
τα
κλαδεμέν
α
κλητική
κλαδεμέν
οι
κλαδεμέν
ες
κλαδεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλαδεμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κλαδεύω
Μετοχή
επεξεργασία
κλαδεμένος, -η, -ο
που έχει
κλαδευτεί
, που έχει υποστεί
κλάδεμα
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακλάδευτος
(
ιδιωματικό
)
άκλαδος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλαδεμένος