Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακλάδευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακλάδευτ
ος
η
ακλάδευτ
η
το
ακλάδευτ
ο
γενική
του
ακλάδευτ
ου
της
ακλάδευτ
ης
του
ακλάδευτ
ου
αιτιατική
τον
ακλάδευτ
ο
την
ακλάδευτ
η
το
ακλάδευτ
ο
κλητική
ακλάδευτ
ε
ακλάδευτ
η
ακλάδευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακλάδευτ
οι
οι
ακλάδευτ
ες
τα
ακλάδευτ
α
γενική
των
ακλάδευτ
ων
των
ακλάδευτ
ων
των
ακλάδευτ
ων
αιτιατική
τους
ακλάδευτ
ους
τις
ακλάδευτ
ες
τα
ακλάδευτ
α
κλητική
ακλάδευτ
οι
ακλάδευτ
ες
ακλάδευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακλάδευτος
<
α-
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακλάδευτος, -η, -ο
που δεν τον έχουν
κλαδέψει
Άλλες μορφές
επεξεργασία
άκλαδος
(
ιδιωματικό
)
Αντώνυμα
επεξεργασία
κλαδεμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κλαδεύω
και
κλαδί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακλάδευτος
αγγλικά
:
unpruned
(en)
,
untrimmed
(en)