tagliatore
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tagliatore < taglia(re) (κόβω) +-tore
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtagliatore (it) αρσενικό (θηλυκό tagliatrice)
Πηγές
επεξεργασία- tagliatore - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).