Δείτε επίσης: ραφή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥαφή αἱ ῥαφαί
      γενική τῆς ῥαφῆς τῶν ῥαφῶν
      δοτική τῇ ῥαφ ταῖς ῥαφαῖς
    αιτιατική τὴν ῥαφήν τὰς ῥαφᾱ́ς
     κλητική ! ῥαφή ῥαφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥαφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ῥαφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥαφή < ῥάπτω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥαφή θηλυκό

  1. ραφή
  2. ράψιμο