suture
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsuture (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
suture | sutures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsuture (fr) θηλυκό
suture (en)
ενικός | πληθυντικός |
suture | sutures |
suture (fr) θηλυκό