Ετυμολογία

επεξεργασία
suture < λατινική sutura

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

suture (en)

  1. (ιατρική) ραφή, ράμμα



      ενικός         πληθυντικός  
suture sutures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

suture (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) περίπαρση, ραφή, ράμμα, περιρραφή