Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίπαρση οι περιπάρσεις
      γενική της περίπαρσης* των περιπάρσεων
    αιτιατική την περίπαρση τις περιπάρσεις
     κλητική περίπαρση περιπάρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιπάρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίπαρση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίπαρση θηλυκό

  • (ιατρική) μορφή απολίνωσης που εφαρμόζεται σε αιμορραγούντα αγγεία και κατά την οποία το ράμμα περνάει με βελόνα γύρω από το αγγείο διά μέσου των ιστών που το περιβάλλουν και στη συνέχεια σφίγγεται[1], δέσιμο αγγείου

  Μεταφράσεις επεξεργασία