↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκφωνημένος η εκφωνημένη το εκφωνημένο
      γενική του εκφωνημένου της εκφωνημένης του εκφωνημένου
    αιτιατική τον εκφωνημένο την εκφωνημένη το εκφωνημένο
     κλητική εκφωνημένε εκφωνημένη εκφωνημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκφωνημένοι οι εκφωνημένες τα εκφωνημένα
      γενική των εκφωνημένων των εκφωνημένων των εκφωνημένων
    αιτιατική τους εκφωνημένους τις εκφωνημένες τα εκφωνημένα
     κλητική εκφωνημένοι εκφωνημένες εκφωνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκφωνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκφωνώ

εκφωνημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκφωνώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία