μεγαλόφωνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλόφωνα < μεγαλόφωνος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
μεγαλόφωνα
- με δυνατή φωνή, λέγοντας κάτι έτσι, ώστε να ακουστεί
- ―Τι είπες;
- ―Τίποτα, μη δίνεις σημασία. Απλώς σκέφτομαι μεγαλόφωνα.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλόφωνα