↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεκφωνημένος η συνεκφωνημένη το συνεκφωνημένο
      γενική του συνεκφωνημένου της συνεκφωνημένης του συνεκφωνημένου
    αιτιατική τον συνεκφωνημένο τη συνεκφωνημένη το συνεκφωνημένο
     κλητική συνεκφωνημένε συνεκφωνημένη συνεκφωνημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεκφωνημένοι οι συνεκφωνημένες τα συνεκφωνημένα
      γενική των συνεκφωνημένων των συνεκφωνημένων των συνεκφωνημένων
    αιτιατική τους συνεκφωνημένους τις συνεκφωνημένες τα συνεκφωνημένα
     κλητική συνεκφωνημένοι συνεκφωνημένες συνεκφωνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

συνεκφωνημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία