συνεκφωνημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
συνεκφωνημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συνεκφωνώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνεκφωνημένος
|
συνεκφωνημένος, -η, -ο
|