συμπροφέρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπροφέρω < ελληνιστική κοινή συμπροφέρω < αρχαία ελληνική προφέρω < φέρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sim.broˈfe.ro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπρο‐φέ‐ρω
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐προ‐φέ‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίασυμπροφέρω (παθητική φωνή: συμπροφέρομαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- συμπροφορά
- → δείτε τις λέξεις συν, προφέρω και φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπροφέρω
|