Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιτήδειος ουδέτερος (νεολογισμός) < → δείτε τις λέξεις επιτήδειος και ουδέτερος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

επιτήδειος ουδέτερος αρσενικό

  • (ιστορία, πολιτική) (για κράτη) που τηρεί στάση ουδετερότητας και ενεργεί καιροσκοπικά, τυχοδιωκτικά
    ※  Ο χαρακτηρισμός «Επιτήδειος Ουδέτερος» που είχε αποδώσει ο Webber G. Frank με το ομότιτλο βιβλίο του στην Τουρκία αποκτά διαχρονική αξία, καθώς στα πρόθυρα ενός πιο εκτεταμένου πολέμου, η Τουρκία φαίνεται να διατηρεί για ακόμη μια φόρα μια ψυχρή αλλά καθόλου απερίσκεπτη ουδετερότητα. Αν και μέλος του ΝΑΤΟ ήδη από το 1952, η Τουρκία ποτέ δεν έγινε ενεργό μέλος αυτού που αποκαλούμε «Δύση».
    Η Τουρκία διατηρεί επάξια τον τίτλο του «Επιτήδειου Ουδέτερου», 08-03-2022, @huffingtonpost.gr, συντάκτης: Ηλέκτρα Νησίδου, ημερομηνία ανάκτησης: 16-11-2023
    ※  Σημειώνεται ότι, ο όρος «Επιτήδειος Ουδέτερος», χρησιμοποιήθηκε σε τίτλο βιβλίου του F. Weber, για να περιγράψει την ουδετερότητα που τήρησε η Άγκυρα κατά τον Β’ΠΠ προκειμένου να μη ζημιωθεί η Τουρκία και να καρπωθεί κέρδη από την σύγκρουση του δυτικού συνασπισμού με τις δυνάμεις του Άξονα. Η τήρηση της ουδετερότητας αποτελούσε πολιτική των «κεμαλικών» κυβερνήσεων για την αποφυγή απωλειών – επίτευξη μέγιστου οφέλους από τις περιφερειακές συγκρούσεις.
    Η αλλαγή του «επιτήδειου ουδέτερου» – Η αλλαγή της τουρκικής στρατηγικής, 03-05-2022, @armynow.gr, συντάκτης: Λάζαρος Καμπουρίδης, ημερομηνία ανάκτησης: 16-11-2023

  Μεταφράσεις επεξεργασία