ουδετερότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουδετερότητα < ουδέτερος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική neutralité)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /u.ðe.teˈro.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐δε‐τε‐ρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουδετερότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ή κάτι ουδέτερο(ς), η ιδιότητα του ουδέτερου
Άλλες μορφές επεξεργασία
- οὐδετερότητα
- ουδετερότης
Αντώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ουδετερότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ουδετερότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ουδετερότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουδετερότητα