πιτήδειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πιτήδειος < επιτήδειος
Επίθετο
επεξεργασία
πιτήδειος
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του επιτήδειος
Συγγενικά
επεξεργασία- πιτηδεύομαι
- → δείτε τη λέξη επιτήδειος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιτήδειος
|