Δείτε επίσης: ἐπιτηδεύoμαι

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.tiˈðe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιτηδεύομαι

επιτηδεύομαι, π.αόρ.: ανεπιτηδεύθηκα (αποθετικό ρήμα) παρωχημένο: επιτηδεύω[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με επιτηδευ-

 και δείτε τις λέξεις επιτήδειος και επίτηδες για θέμα με επιτηδ-

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. επιτηδεύω  Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)