Δείτε επίσης: ἐπιτήδευμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιτήδευμα τα επιτηδεύματα
      γενική του επιτηδεύματος των επιτηδευμάτων
    αιτιατική το επιτήδευμα τα επιτηδεύματα
     κλητική επιτήδευμα επιτηδεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιτήδευμα< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτήδευμα < ἐπιτηδεύω (ασχολούμαι με κάτι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.piˈti.ðev.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐τή‐δευ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιτήδευμα ουδέτερο

  1. (λόγιο) επάγγελμα
  2. (νομικός όρος) ελεύθερο επάγγελμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη επάγγελμα

  Πηγές επεξεργασία