ἐπιτηδεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἐπιτηδεύω | ἐπιτηδεύομαι |
Παρατατικός | ἐπετήδευον | |
Μέλλοντας | ἐπιτηδεύσω | |
Αόριστος | ἐπετήδευσα | ἐπετηδεύθην |
Παρακείμενος | ἐπιτετήδευκα | ἐπιτετήδευμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐπετετηδεύκειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπιτηδεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπιτηδεύω
- ασχολούμαι, ασκώ επάγγελμα, καταπιάνομαι με κάτι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 394e
- ἢ καὶ τοῦτο τοῖς ἔμπροσθεν ἕπεται, ὅτι εἷς ἕκαστος ἓν μὲν ἂν ἐπιτήδευμα καλῶς ἐπιτηδεύοι, πολλὰ δ᾽ οὔ, ἀλλ᾽ εἰ τοῦτο ἐπιχειροῖ, πολλῶν ἐφαπτόμενος πάντων ἀποτυγχάνοι ἄν, ὥστ᾽ εἶναί που ἐλλόγιμος;
- ή μήπως βγαίνει από τα προηγούμενα και αυτό το συμπέρασμα, πως ο καθένας ένα μονάχα επάγγελμα μπορεί να κάνει καλά, κι όχι πολλά, γιατί εκείνος που καταπιάνεται με πολλά, θα αποτύχει σε όλα και δε θα κατορθώσει ποτέ να διακριθεί σε κανένα.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ἢ καὶ τοῦτο τοῖς ἔμπροσθεν ἕπεται, ὅτι εἷς ἕκαστος ἓν μὲν ἂν ἐπιτήδευμα καλῶς ἐπιτηδεύοι, πολλὰ δ᾽ οὔ, ἀλλ᾽ εἰ τοῦτο ἐπιχειροῖ, πολλῶν ἐφαπτόμενος πάντων ἀποτυγχάνοι ἄν, ὥστ᾽ εἶναί που ἐλλόγιμος;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 54.5
- καὶ ἐπετήδευσαν ἐπὶ πλεῖστον δὴ τύραννοι οὗτοι ἀρετὴν καὶ ξύνεσιν,
- Οι τύραννοι αυτοί έδειξαν, για πολύν καιρό, και αρετή και σύνεση.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ ἐπετήδευσαν ἐπὶ πλεῖστον δὴ τύραννοι οὗτοι ἀρετὴν καὶ ξύνεσιν,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 394e
- επινοώ για έναν σκοπό
- (+ απαρέμφατο) φροντίζω να κάνω, συνηθίζω να κάνω
- (στην παθητική φωνή ἐπιτηδεύομαι)
- γίνομαι τέτοιος με κόπους και άσκηση, εξασκούμαι μέσω της τέχνης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 98.4
- τὸ μέν κού τι καὶ τὸ χωρίον συμμαχέει κολωνὸς ἐὼν ὥστε τοιοῦτο εἶναι, τὸ δὲ καὶ μᾶλλόν τι ἐπετηδεύθη.
- Σ᾽ αυτό συνέτεινε ώς ένα μέρος και η τοποθεσία, που είναι λόφος και βοηθούσε να γίνει έτσι το κάστρο, το πιο πολύ όμως ήταν ζήτημα επιδέξιας κατασκευής.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὸ μέν κού τι καὶ τὸ χωρίον συμμαχέει κολωνὸς ἐὼν ὥστε τοιοῦτο εἶναι, τὸ δὲ καὶ μᾶλλόν τι ἐπετηδεύθη.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 98.4
- (για σκύλους) εκπαιδεύομαι
- γίνομαι τέτοιος με κόπους και άσκηση, εξασκούμαι μέσω της τέχνης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες (χωρίς καμιά προμελέτη εκ μέρους μας)
- ἐπιτηδεύσας (σκόπιμα, επίτηδες)
Πηγές
επεξεργασία- ἐπιτηδεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιτηδεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.