ανεπιτήδευτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεπιτήδευτα < ανεπιτήδευτος
Επίρρημα
επεξεργασίαανεπιτήδευτα
- χωρίς επιτήδευση, δίχως προσποίηση, με φυσικό τρόπο, φυσικά
- είναι πραγματικά όμορφο να είσαι ανεπιτήδευτα ο εαυτός σου